Δαρδανίας

Δαρδανίας
Δαρδανίᾱς , Δαρδάνιος
Dardanus
fem acc pl
Δαρδανίᾱς , Δαρδάνιος
Dardanus
fem gen sg (attic doric aeolic)
Δαρδανίᾱς , Δαρδανία
Dardanus
fem acc pl
Δαρδανίᾱς , Δαρδανία
Dardanus
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Δάρδανος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ιλλυριού και εγγονός του Κύκλωπα Πολύφημου και της Γαλάτειας. Από τον Δ. είχε αποκληθεί Δαρδανία η Ιλλυρία,που βρισκόταν στη θέση της σημερινής Αλβανίας.Αργότερα, η χώρα ονομάστηκε πάλι Ιλλυρία. 2. Γιος… …   Dictionary of Greek

  • μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… …   Dictionary of Greek

  • νίς — I (Nice). Πόλη της Γαλλίας, πιο γνωστή με την ελληνική ονομασία της, Νίκαια (βλ. λ.). II (Nish). Πόλη (174.000 κάτ. το 2003) της Σερβίας. Βρίσκεται στην κεντρική Σερβία, στον ποταμό Νισάβα, παραπόταμο του Μοράβα. Είναι οχυρωμένη πόλη και σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • Εριχθόνιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ηφαίστου και της Γης. Κατά τη μυθολογία, η Αθηνά πήγε κάποτε στο εργαστήρι του Ηφαίστου για να της φτιάξει όπλα, αλλά εκείνος της επιτέθηκε με ερωτικές διαθέσεις. Η θεά αντιστάθηκε και το σπέρμα του… …   Dictionary of Greek

  • Σκούποι — Αρχαία οχυρωμένη πόλη της Θράκης, στη Δαρδανία, πρωτεύουσα των Δαρδάνων. Λεγόταν και Σκόποι. Το 210 π.Χ. κυριεύτηκε από το Φίλιππο E’ και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους πέρασε στην κυριαρχία των Ρωμαίων. Την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου ήταν πρωτεύουσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”